- ἐμπροίκιον
- ἐμπροίκιοςgiven by way of dowermasc/fem acc sgἐμπροίκιοςgiven by way of dowerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπροίκιος — ἐμπροίκιος, ον (Α) αυτό που δίνεται ή δόθηκε ως προίκα («λέγεται δ ἡ πόλις ἐμπροίκιον τῇ κόρῃ δοθῆναι», Aππ.) … Dictionary of Greek